Ο ληστής με τις γλαδιόλες - Η καταδίωξη και η κηδεία στα Σπάτα


«Ο «παπάς» με το πλατύγυρο καπέλο, ο οποίος ελήστευσε το υποκατάστημα της Εθνικής Τραπέζης εις το Παγκράτι, στις 16 Νοεμβρίου 1973, αφαιρώντας 2.350 χιλιάδες δραχμές, ευρίσκεται εις τα χέρια της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών, ύστερα από μεγάλες προσπάθειες των οργάνων της. Είναι ένας ξέμπαρκος ναυτικός, ο Θεόδωρος Βενάρδος, ετών 25, ψηλός, γεροδεμένος, με παρουσιαστικό που κάθε άλλο παρά αδίστακτο ληστή είναι δυνατόν να προδίδει» έγραφε η εφημερίδα «Μακεδονία» στο πρωτοσέλιδό της 31ης Ιανουαρίου 1974.



Σύμφωνα με τα όσα είχε δηλώσει στους δημοσιογράφους ο τότε διευθυντής της Γενικής Ασφάλειας, μετά από πολυήμερη παρακολούθηση έπιασαν τον Θεόδωρο Βενάρδο να αγοράζει κυνηγετικό όπλο, από κατάστημα στην οδό Αριστείδου, δίνοντας 20.000 δραχμές. Αυτό σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία, οδήγησαν στη σύλληψή του. Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης ομολόγησε τη ληστεία. Σε κρύπτη στο σπίτι του βρέθηκαν 1.400.000 δραχμές, τα υπόλοιπα τα είχε δαπανήσει σε ταξίδια στο εξωτερικό, σε αγορά αυτοκινήτων και άλλων ειδών, καθώς και διασκεδάζοντας με φίλους και φίλες.

 

Η καταδίωξη στα Σπάτα

Για τη ληστεία ο Θεόδωρος Βενάρδος χρησιμοποίησε μια κόκκινη Τζάγκουαρ που είχε κλέψει λίγες μέρες πριν και την είχε κρύψει στα Σπάτα, όπου κατοικούσαν η μητέρα του και ο πατριός του. Από εκεί πήρε το πολυτελές αυτοκίνητο το πρωί της 16ης Νοεμβρίου 1973 και οδήγησε μέχρι το Παγκράτι. Μετά τη ληστεία της τράπεζας επέστρεψε στα Σπάτα, έκρυψε την καραμπίνα σε κάποια κυπαρίσσια, έσπασε τα γυαλιά που φορούσε και τα πέταξε μαζί με τα γάντια του στους αγρούς και οδήγησε μέχρι το Πικέρμι, όπου σε ένα ύψωμα έκρυψε τα χρήματα που είχε κλέψει από την τράπεζα. Έπειτα ξεκίνησε να οδηγεί προς το σπίτι των γονιών του, αλλά στη διαδρομή έγινε αντιληπτός από έναν μοτοσικλετιστή της χωροφυλακής. Ο Βενάρδος εγκατέλειψε τη Τζάγκουαρ στα χωράφια και κρύφτηκε σε θάμνους, από όπου παρακολουθούσε τις κινήσεις των αστυνομικών που τον έψαχναν. Στις έρευνες χρησιμοποιήθηκε ακόμα και ελικόπτερο, ενώ οι κάτοικοι των Σπάτων παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα την καταδίωξη. Τελικά, ο ληστής στάθηκε τυχερός γιατί η αστυνομία ήταν απασχολημένη με τα σοβαρότατα γεγονότα στο Πολυτεχνείο.

Όταν σκοτείνιασε, πήρε το δρόμο για το σπίτι του πατριού του και της μητέρας του. Όταν η τελευταία τον είδε ματωμένο και με σκισμένα ρούχα, αυτός δικαιολογήθηκε, λέγοντας ότι ήταν στο Πολυτεχνείο, τον κυνήγησαν και αυτός έφυγε τρέχοντας μέσα από τα χωράφια.

 

Η απόδραση, η δεύτερη ληστεία, η σύλληψη και το τραγικό τέλος

Μετά τη σύλληψή του στο οπλοπωλείο, ο Θεόδωρος Βενάρδος οδηγείται στις φυλακές Κορυδαλλού από τις οποίες αποδρά με κινηματογραφικό τρόπο και μετά από ένα μήνα μπαίνει σε μία τράπεζα στα Σεπόλια, κρατώντας μία μεγάλη ανθοδέσμη με γλαδιόλες, μέσα στην οποία είχε κρύψει το όπλο του και αφού παίρνει από τον ταμία 555.000 δραχμές, φεύγει σαν κύριος.

Όμως, αυτήν τη φορά δεν κατάφερε να ξεφύγει. Εντοπίζεται πάνω σε ένα νορβηγικό πλοίο με προορισμό τη Νέα Υόρκη. Στις ΗΠΑ ο πλοίαρχος τον παραδίδει στις ελληνικές αρχές. Επιστρέφει και συλλαμβάνεται στο αεροδρόμιο του Ελληνικού.

Στις 12 Ιουλίου 1984 ο Βενάρδος βρίσκεται κρεμασμένος στο κελί του. Η οικογένειά του έκανε λόγο για εγκληματική ενέργεια και ζήτησε έρευνα.

 

Η κηδεία στα Σπάτα

Ο Θεόδωρος Βενάρδος κηδεύτηκε μια μέρα μετά το θάνατό του, στο νεκροταφείο Σπάτων.

Πολύς κόσμος συγκεντρώθηκε στις 11 Ιουλίου 1984 στο προαύλιο του ναού της Παναγίας στα Σπάτα. Αν και αυτόχειρας ο νεκρός, με άδεια του δεσπότη ακολουθήθηκε το τυπικό της εξόδιας ακολουθίας.

Πριν την ταφή του, άνθρωποι που τον γνώρισαν σκέπασαν τη σορό του με γλαδιόλες.

 

 

 

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια