Σκουπίδια; Τα παράπονά σας στο δήμαρχο



Το παραμύθι…
Ήταν, μια φορά και έναν καιρό, ένας δήμος που είχε πάρα πολλά σκουπίδια, πεταμένα παντού, όπου κι αν κοιτούσες. Οι δρόμοι είχαν σκουπίδια, οι πλατείες είχαν σκουπίδια, η παραλία είχε σκουπίδια. Μα τα πιο πολλά σκουπίδια τα έβρισκε κανείς δίπλα στους κάδους για τα σκουπίδια. Γιατί όταν αυτοί γέμιζαν, όταν δεν χωρούσαν άλλους σάκους με σκουπίδια, οι περισσότεροι κάτοικοι δεν κρατούσαν αυτούς τους άλλους σάκους στο σπίτι τους, μέχρι οι κάδοι να αδειάσουν, αλλά τους τοποθετούσαν δίπλα στο γεμάτο κάδο, έτσι, για την παρέα… για να μην κρατήσουν τα σκουπίδια τους στο σπίτι μέχρι την επόμενη μέρα που θα άδειαζε ο κάδος και τα καταδικάσουν, με αυτόν τον τρόπο, στην απομόνωση.
Και επειδή οι περισσότεροι κάτοικοι αυτής της πόλης δεν ήταν και… ρατσιστές, άφηναν τα γυάλινα μπουκάλια τους να κάνουν παρέα με τα σάπια φρούτα, τα άχρηστα πλαστικά να ανακατεύονται με χαρτιά τους, τα αλουμινένια κουτάκια μαζί με τα αποφάγια τους. Όλα μαζί τα έριχναν μέσα ή έξω, δίπλα από τους κάδους. Πράσινους ή μπλε… το χρώμα των κάδων δεν είχε σημασία για τους δημότες αυτούς, είπαμε, ρατσιστές δεν ήταν… Και ακόμα και όταν ήθελαν να ξεφορτωθούν κάποιο παλιό στρώμα, κάποιο άχρηστο έπιπλο, κάποια χαλασμένη τηλεόραση, ρε αδερφέ, και αυτά δίπλα στους κάδους τα άφηναν. Και με τα ξερά χόρτα και τα κομμένα από τους κήπους τους κλαδιά το ίδιο έκαναν. «Μακριά από το σπίτι μου και όπου να΄ ναι» και «όλα τα σκουπίδια είναι ίσα». Αυτά ήταν τα σχετικά με το θέμα συνθήματα της πλειονότητας αυτών των κατοίκων.

Τα καλοκαίρια οι κάτοικοι του δήμου γίνονταν περισσότεροι, έρχονταν και παραθεριστές και πολλοί επισκέπτες. Γιατί είπαμε, ο δήμος αυτός είχε θάλασσα. Και τότε και τα σκουπίδια γίνονταν περισσότερα. Γέμιζε ο δήμος με μικρές χωματερές και μπαζότοπους. Σε σακούλες ή χύμα, κομμένα κλαδιά, κουρεμένο γκαζόν, σάπια φύλλα,  παλαιά αντικείμενα και έπιπλα ή ηλεκτρικές συσκευές, στρώματα και ό,τι άλλο μπορεί να σκεφτεί κανείς, «έχτιζαν βουνά» σκουπιδιών γύρω από τους κάδους.

Και μπορεί οι περισσότεροι κάτοικοι αυτού του δήμου να πετούσαν με τον τρόπο που περιγράψαμε προηγουμένως τα σκουπίδια τους, αλλά δεν ήταν και… βρωμιάρηδες. Έτσι, όταν ο δήμαρχος δεν μάζευε τα σκουπίδια, άρχιζαν να… λαμβάνουν τα μέτρα τους.
Όλα τα σκουπίδια ήταν πάντα «σκουπίδια του γείτονα» και τα τηλεφωνήματα στο δημαρχείο για την άμεση αποκομιδή τους έπεφταν σαν τη βροχή.
Κάποιοι άλλοι, πιο… «μαχητικοί», έβγαιναν στο δρόμο και φωτογράφιζαν τους κάδους με τις σκουπιδο… γαρνιτούρες τους. Μετά, έμπαιναν ξανά στο σπίτι τους, κάθονταν στον καναπέ τους και «ανέβαζαν» τις φωτογραφίες με τους ξεχειλισμένους κάδους στο Facebook. Τότε άρχιζε κάτι σαν διαγωνισμός για το ποιος έχει τραβήξει την πιο… πετυχημένη φωτογραφία, ποιος έχει απαθανατίσει τον πιο ξεχειλισμένο κάδο. Και τα πληκτρολόγια «έπιαναν φωτιά».
«Ιδού το χάλι μας», «να, η κατάντια μας», «αυτό δεν είναι τίποτα, έλα στη δικιά μας γειτονιά να δεις τι γίνεται…», «ποια ζώα πετάνε έτσι τα σκουπίδια;», «κοιμάται ο δήμαρχος», «έτσι μας κατάντησαν αυτοί που ψηφίσαμε», «τόσα χρήματα πληρώνουμε για δημοτικά τέλη και δεν είναι άξιοι να μαζέψουν τα σκουπίδια».

Και οι …ιδέες για την αντιμετώπιση του θέματος διαδέχονταν η μία την άλλη. Όλοι εμφανίζονταν γνώστες του τρόπου λύσης του προβλήματος. «Αυτό πρέπει να γίνει», «όχι αυτό, το άλλο», «λύσεις υπάρχουν, αλλά ποιος να τις εφαρμόσει;». Στο… τραπέζι έπεφταν ακόμα και «εκμυστηρεύσεις», από κάποιους που υποτίθεται ότι ήξεραν «πρόσωπα και πράγματα», για τα χρήματα και το προσωπικό που έχει στη διάθεσή του ο δήμαρχος για την καθαριότητα και δεν τα χρησιμοποιεί σωστά.

«Εμείς κάνουμε έργο, αλλά «κάποιοι» πετούν με λάθος τρόπο τα σκουπίδια τους» σχολίαζαν, με τη σειρά τους, οι δημοτικοί σύμβουλοι από την παράταξη του δημάρχου και για του λόγου το αληθές αναρτούσαν φωτογραφίες με κάδους γεμάτους κλαδιά και χώματα, με κάδους ανακύκλωσης που είχαν μέσα λάθος σκουπίδια, με κάδους που είχαν πάρει φωτιά επειδή «κάποιοι» είχαν ρίξει μέσα σε αυτούς τις στάχτες από τα τζάκια τους, με περιοχές που οι δημότες τις είχαν μετατρέψει σε μικρές χωματερές και ο δήμος μόλις τις είχε καθαρίσει, σχολιάζοντας ότι «κάποιοι», σίγουρα θα τις ξαναγεμίσουν με σκουπίδια.

«Μα, πριν τις εκλογές μας είχατε υποσχεθεί ότι θα λύσετε το θέμα των σκουπιδιών στο δήμο» τους έλεγαν οι δημότες. «Αυτό κάνουμε, το λύνουμε» απαντούσαν αυτοί. «Δεν κάνετε τίποτα, εμείς φταίμε που σας πιστέψαμε και σας ψηφίσαμε» συνέχιζαν οι δημότες.

Μετά, η αντιπολίτευση έφερνε το θέμα της καθαριότητας στο δημοτικό συμβούλιο και ζητούσε περισσότερη και πιο αποδοτική δουλειά από την Υπηρεσία Καθαριότητας του Δήμου. Με την ελπίδα να μην αλλάξει κάτι μέχρι τις επόμενες εκλογές και χάσει από το τσεπάκι της το... ατού των προεκλογικών υποσχέσεων για το νοικοκύρεμα της πόλης.

Ο δήμαρχος, από τη μεριά του, έκανε ό,τι μπορούσε, ή ό,τι νόμιζε ότι μπορούσε, ή ό,τι ήθελε να δείξει ότι μπορεί να κάνει…
Ο Κανονισμός Καθαριότητας του δήμου του έδινε τη δυνατότητα να βεβαιώνει πρόστιμα σε όλους αυτούς τους «κάποιους» που μετέτρεπαν σε χωματερές τις γειτονιές, αλλά, ποιος δήμαρχος είναι τόσο… νομοταγής απέναντι στους ψηφοφόρους του;
«Θα πληρώσω πρόστιμο εγώ, επειδή ρίχνω ξερά χόρτα και κλαδιά στον κάδο που όλοι ρίχνουν ξερά χόρτα κλαδιά;». Έτσι σκέφτονταν και αναλόγως έπρατταν πολλοί δημότες. Ακόμα και αυτοί που είχαν κάποιες τάσεις για τήρηση των κανόνων εναπόθεσης των απορριμμάτων, αισθάνονταν ηλίθιοι όταν τους ακολουθούσαν. Αισθάνονταν ότι έχαναν χρόνο από την καθημερινότητά τους για να κάνουν κάτι το οποίο δεν θα έφερνε αποτέλεσμα. Και έκαναν ό,τι και οι άλλοι.

Έτσι, τα χρόνια περνούσαν, οι δήμαρχοι και οι κάτοικοι άλλαζαν, το πρόβλημα με τα σκουπίδια όχι.
Οι περισσότεροι δημότες συνέχιζαν να πετούν όπως – όπως τα σκουπίδια τους. Πριν τις εκλογές, οι υποψήφιοι τους έταζαν ότι θα εξαλείψουν το πρόβλημα που δεν μπόρεσε να λύσει ο νυν, «ανίκανος» δήμαρχος. Και ο δήμαρχος κάποτε άλλαζε, αλλά και οι νεοεκλεγμένοι δεν τα κατάφερναν. Η πλειονότητα των δημοτών συνέχιζε να κατηγορεί τον κάθε δήμαρχο για το σκουπιδαριό στις γειτονιές του δήμου. Και οι άνθρωποι του δημάρχου συνέχιζαν να κατηγορούσαν αυτούς τους «κάποιους» δημότες, που δεν συμμορφώνονταν… Και αυτοί οι «κάποιοι δημότες» παρέμεναν στην πλειονότητά τους «δημότες – φαντάσματα», κανείς δεν τους έβρισκε για να τους συνετίσει με κάποιο πρόστιμο. Γιατί το κακό με τους δημότες είναι ότι είναι και ψηφοφόροι…

Και κάπως έτσι, ζήσαμε εμείς κακά και αυτοί… χειρότερα.

Φήμες λένε ότι ο συγκεκριμένος δήμος έμεινε για χρόνια βρώμικος, μέχρι που, μετά από πολλές γενιές, όλοι οι κάτοικοί του έμαθαν το σωστό τρόπο να πετούν τα σκουπίδια τους.

…και η ταινία
Σε μια μικρή, παραθαλάσσια πόλη της Ιταλίας, οι κάτοικοι, απηυδισμένοι από την άθλια ποιότητα ζωής τους και μετά από ένα σκάνδαλο, το οποίο δημοσιοποιήθηκε παραμονές των δημοτικών εκλογών, ένα σκάνδαλο με πρωταγωνιστή τον διεφθαρμένο δήμαρχό τους, ψηφίζουν έναν ιδεαλιστή δάσκαλο, ο οποίος υπόσχεται ισονομία και πάταξη της διαφθοράς, χωρίς να μπορούν να φανταστούν τι τους περιμένει.
Εκείνος θα τηρήσει τις υποσχέσεις του. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα από την εκλογή του, η πόλη που ζούσε στο χάος της παρανομίας, βρίσκεται στο ακριβώς αντίθετο άκρο.
Τάξη επικρατεί παντού, τα σκουπίδια έχουν εξαφανιστεί, κανένας δεν παρκάρει παράνομα, δεν υπάρχουν… ειδικές μεταχειρίσεις σε συγγενείς, φίλους και ψηφοφόρους, όλοι οι πολίτες έχουν τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις.
Οι πολίτες που ψήφισαν το νέο δήμαρχο περιμένουν στην ουρά, στο δημαρχείο, για να ζητήσουν κάποιο… ρουσφέτι, αλλά αυτό που εισπράττουν είναι ότι το αίτημά τους θα ικανοποιηθεί μόνο αν έχει νόμιμη βάση.
Οι τροχονόμοι δίνουν κλήσεις σε όλα παράνομα σταθμευμένα οχήματα, οι μικροπωλητές που είχαν καταλάβει αυθαίρετα δημόσιους χώρους εκδιώκονται, οι πολεοδομικές παρανομίες φέρνουν πρόστιμα, εφαρμόζεται αυστηρό πρόγραμμα ανακύκλωσης των σκουπιδιών. Σε όσους κατοίκους συλλαμβάνονται να μην ανακυκλώνουν σωστά, επιβάλλονται πρόστιμα. Η δημοτική αστυνομία κάνει συνεχείς, ακόμα και νυχτερινές περιπολίες και κόβει κλήσεις σωρηδόν.

Όμως, η πόλη δεν μπορεί να αντέξει τόσους κανόνες, οι δημότες διαμαρτύρονται όταν η νομιμότητα χτυπάει την πόρτα τους με πρόστιμα και συλλήψεις και, τέλος, επαναστατούν κατά του νεοεκλεγέντος δημάρχου για να επιστρέψουν στην… «κανονικότητά» τους.

Είναι το σενάριο της ιταλικής ταινίας του 2017, «Τα Παράπονά σας στο Δήμαρχο» (L΄ Οra Legale) και οι ειλικρινείς θεατές της δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους σε κάποια, έστω μία, από τις σκηνές της.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια